- δύσοσμος
- -η, -ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, -ον)αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμήαρχ.1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.)2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση3. αυτός που έχει ασθενική όσφρηση4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοσμοντο σκόρδο.
Dictionary of Greek. 2013.